ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ


Κύηση και ρευματικά νοσήματα

Στο παρελθόν οι γυναίκες με αυτοάνοσα νοσήματα αποτρέπονταν από το ενδεχόμενο της εγκυμοσύνης λόγω επιπλοκών στο έμβρυο και στην ίδια τη μητέρα. Εντούτοις, σήμερα γνωρίζουμε ότι με καλό έλεγχο του νοσήματος και στενή ιατρική παρακολούθηση δεν υπάρχει κανένας λόγος μία γυναίκα με αυτοάνοσο νόσημα να μην έχει την ευκαιρία να αποκτήσει παιδί.

Παρακάτω θα αναφερθούν περιληπτικά οι επιπτώσεις της εγκυμοσύνης στη μητέρα με αυτοάνοσο νόσημα και στο έμβρυο.

Ρευματοειδής Αρθρίτιδα

Το 75-90% των γυναικών με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα αναφέρουν βελτίωση των συμπτωμάτων στη διάρκεια της κύησης. Η βελτίωση ξεκινά από το πρώτο τρίμηνο και μεγιστοποιείται στο τρίτο τρίμηνο. Εντούτοις, μετά τον τοκετό η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα συνήθως υποτροπιάζει. Επιπλέον, νέας έναρξης ΡΑ εμφανίζεται 3-5 φορές πιο συχνά την περίοδο αυτή.
Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα γενικά δεν επηρεάζει την έκβαση της κύησης και το έμβρυο. Πρόσφατες μελέτες όμως έχουν συσχετίσει την υψηλή ενεργότητα της νόσου κατά τη διάρκεια της σύλληψης με προωρότητα και χαμηλού για την ηλικία βάρους γέννησης εμβρύου.
Η κύηση στις γυναίκες με ΡΑ είναι προτιμότερο να γίνεται προγραμματισμένα προκειμένου να λαμβάνουν φάρμακα που είναι συμβατά με αυτή και η νόσος να βρίσκεται σε ύφεση ή να ελέγχεται όσο το δυνατόν καλύτερα.

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Η πρόοδος που έχει σημειωθεί σήμερα τόσο στη διάγνωση όσο και στη θεραπεία του Λύκου σπάνια στερεί από την ασθενή τη δυνατότητα εγκυμοσύνης. Έτσι, οι περισσότερες γυναίκες μπορούν να τεκνοποιήσουν. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης χρειάζονται τακτική παρακολούθηση από ρευματολόγο και γυναικολόγο που συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Σε ένα μικρό ποσοστό γυναικών με ΣΕΛ (10-20%) η εγκυμοσύνη, όπως και η επιλόχεια περίοδος (τρεις έως 4 εβδομάδες μετά τον τοκετό) μπορεί να προκαλέσει έξαρση της νόσου που όμως είναι μικρή και αντιμετωπίζεται εύκολα. Η πιθανότητα για έξαρση είναι πολύ μικρή εάν η σύλληψη γίνει ενώ ο Λύκος βρίσκεται σε ύφεση. Αντίθετα αυξάνεται όταν είναι ενεργός. Γι’ αυτό και συστήνουμε αποφυγή της εγκυμοσύνης όσο η νόσος είναι ενεργή και για έξι μήνες αφού τεθεί σε ύφεση.
Οι γυναίκες που έχουν σοβαρή προσβολή οργάνων, όπως σοβαρή πνευμονική υπέρταση, νεφρίτιδα με νεφροπάθεια τελικού σταδίου, επιληπτικές κρίσεις μη ελεγχόμενες αποθαρρύνονται από το ενδεχόμενο της εγκυμοσύνης.
Τα φάρμακα που επιτρέπονται στη διάρκεια της κύησης και του θηλασμού είναι τα εξής: Plaquenil, κορτιζόνη, αζαθειοπρίνη και η κυκλοσπορίνη. Αντιθέτως, η κυκλοφωσφαμίδη, η μεθοτρεξάτη και το mycophenolate μπορεί να βλάψουν το έμβρυο γι’ αυτό συστήνεται η αποφυγή της εγκυμοσύνης όσο η ασθενής τα λαμβάνει.

Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο

Οι έγκυες γυναίκες με Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν θρόμβωση ή να έχουν αποβολές συγκριτικά με τις γυναίκες χωρίς Αντιφωσφολιπιδικό. Μπορεί επίσης, να παρουσιάσουν και άλλα προβλήματα, όπως προεκλαμψία και μειωμένη αιματική ροή προς το έμβρυο.
Υπάρχουν διάφορες θεραπείες για να μειώσουν αυτούς τους κινδύνους. Η θεραπεία εξαρτάται από το προηγούμενο ιστορικό της ασθενούς (θρόμβωση, αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, προεκλαμψία). Σε γενικές γραμμές στις γυναίκες με θρομβώσεις ή αποβολές συνιστάται η χρήση ηπαρίνης και ασπιρίνης.

Σπονδυλαρθρίτιδες

Η κύηση φαίνεται να βελτιώνει την περιφερική αρθρίτιδα και τη ραγοειδίτιδα στους ασθενείς με σπονδυλαρθρίτιδες, εντούτοις οι ασθενείς που έχουν προσβολή της σπονδυλικής στήλης παρουσιάζουν επιδείνωση. Όπως και σε άλλα ρευματικά νοσήματα αναμένεται μια έξαρση της νόσου μετά τον τοκετό. 

Αγγειίτιδες

Σε όλες τις αγγειίτιδες είναι απαραίτητο η νόσος να βρίσκεται σε ύφεση προ της εγκυμοσύνης και οι ασθενείς να λαμβάνουν φάρμακα τα οποία επιτρέπονται στη διάρκεια της κύησης.

Συστηματική Σκλήρυνση

Η κυριότερη σύσταση στις γυναίκες με Σκληρόδερμα είναι να περιμένουν την παρέλευση μερικών ετών από τη στιγμή της εμφάνισης της νόσου και ύστερα να προχωρήσουν στην εγκυμοσύνη. Κατά την διάρκεια των 3 πρώτων ετών ο κίνδυνος προσβολής της καρδιάς, των πνευμόνων ή των νεφρών είναι αυξημένος και γι’ αυτό το λόγο η κύηση μπορεί να αποβεί επιζήμια για την ασθενή και το έμβρυο. Εάν κατά την κρίσιμη αυτή χρονική περίοδο δεν προσβληθούν εσωτερικά όργανα, ο κίνδυνος προσβολής απομακρύνεται και η κύηση θεωρείται ασφαλής. Τόσο η νόσος όσο και η εγκυμοσύνη χρήζουν στενής παρακολούθησης και συνεργασία μεταξύ Ρευματολόγου και έμπειρου Γυναικολόγου στις κυήσεις υψηλού κινδύνου.

Σύνδρομο Sjogren

Γενικά το σύνδρομο δεν επηρεάζει την κύηση. Εντούτοις, οι έγκυες ασθενείς με σύνδρομο Sjogren πρέπει να ενημερώνουν τους γυναικολόγους και τους παιδιάτρους για το νόσημα, αφού κάποια από τα αυτοαντισώματα της μητέρας μπορεί να περάσουν τον πλακούντα και να δημιουργήσουν πρόβλημα στο έμβρυο, όπως εξανθήματα στο δέρμα ή διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.